Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΩΣΤΗΣ ΚΟΛΩΤΑΣ Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ





Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Γιατί οι αρχαίοι

(Ομιλία στη γιορτή των γραμμάτων στη Μέσα Γειτονιά στις 31 Ιανουαρίου 2005)
Μέχρι πριν κάποια χρόνια, νομίζω ήταν μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη, ένα κράτος, ή καλύτερα ένα έθνος, να έχει ειδική μέρα για να γιορτάζονται τα γράμματα. Και μάλιστα αυτή η γιορτή ήταν μέρος και της κοινωνικής ζωής, αλλά και της θρησκευτικής. Του κράτους και της εκκλησίας. Βέβαια ήταν η εποχή που το κράτος και η εκκλησία δεν είχαν ακόμα διαχωριστεί, είτε οριστικά και κάθετα, είτε σε ένα μεγάλο βαθμό. Γι’ αυτό άλλωστε αυτά τα γράμματα χαρακτηρίζονταν ως Ελληνοχριστιανικά κι ο πολιτισμός που εκφράζανε ονομαζόταν ελληνοχριστιανικός. Δεν είναι της ώρας να αναλύσουμε τον όρο και την ορθότητά του και τη φιλοσοφία του, στην οποία πολλοί εύρισκαν ακόμα και αντιφάσεις, όμως ήταν μια επικρατούσα άποψη και πολλές δεκαετίες. Γι’ αυτό άλλωστε, σήμερα, γίνεται και αυτή η ειδική εκδήλωση, δηλαδή με την ευκαιρία μια θρησκευτικής, χριστιανικής γιορτής, να έχουμε μπροστά μας τα βιβλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και να μιλάμε για τους αρχαίους. Να μιλήσουμε λοιπόν με συντομία γι’ αυτούς τους αρχαίους.
Τα τελευταία χρόνια έρχονται και επανέρχονται τα ερωτήματα: Γιατί οι αρχαίοι; Γιατί να καταφεύγουμε σ’ αυτούς και να τους μελετούμε. Και ειδικότερα τα ερωτήματα γιατί να διδάσκονται στα σχολεία μας και πώς να διδάσκονται.
Το γιατί να διαβάζουμε και το γιατί να τους διδάσκουμε, έχει δύο σκέλη. Να τους διαβάζουμε και να τους διδάσκουμε στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση;
Ή να διδάσκονται οι αρχαίοι και ότι έγραψαν ή η γλώσσα τους, η γλώσσα στην οποίαν έγραψαν. Παρόλο που φαίνεται να είναι το ίδιο πράγμα, και κάποτε έτσι ήταν, είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Και δεν θα αναφερθούμε απόψε στη διδασκαλία και τη χρησιμότητα ή μη της αρχαίας γλώσσας, των αρχαίων Ελληνικών δηλαδή, αλλά των αρχαίων συγγραφέων, της αρχαίας γραμματείας και της αρχαίας σκέψης.
(Γίνεται πάλι, εκπαιδευτική μεταρρύθμιση… λόγος τελευταία για την επαναφορά της διδασκαλίας των αρχαίων στα σχολεία σε περισσότερες ώρες. Το θέμα δεν είναι απλά η διδασκαλία τους και οι ώρες. Το πώς και από ποιους. Γιατί όπως διδάσκεται τώρα το μόνο που θα κατορθώσουμε είναι να τα μισήσουν περισσότεροι μαθητές και περισσότερο…. Όσο περισσότερες ώρες, αν δεν αλλάξουν οι τρόποι, τα βιβλία, οι διδάσκοντες, περισσότεροι θα τα μισήσουν… Ένα παράξενο φαινόμενο. Πολλοί που διδάχθηκαν αρχαία στο σχολείο, επανέρχονται σ΄ αυτά μετά από χρόνια. Και θέλουν να τα ξαναδιαβάσουν…Υπάρχουν πολλοί που θέλουν να ξαναδιαβάσουν τη φυσική του Γυμνασίου, ή τα φυσιογνωστικά με τον φασίολο;)
(Μια παρένθεση εδώ: όταν λέμε αρχαίους εννοούμε και τους Έλληνες συγγραφείς αλλά και τους Λατίνους, όλους αυτούς που ονομάζουμε κλασικούς συγγραφείς, και σ΄ αυτούς περιλαμβάνονται και οι Έλληνες και οι Λατίνοι. Όμως εδώ απόψε μιλάμε περισσότερο αν όχι αποκλειστικά για τους Έλληνες κλασικούς).
Δεν νομίζω, λοιπόν πως υπάρχει κανείς σήμερα που να αμφισβητεί το ότι ενδείκνυται για πολλούς λόγους να διαβάζουμε τους αρχαίους από μετάφραση. Και να τους διδάσκουμε στα σχολεία μας με αυτό τον τρόπο. Η Ευρώπη και ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός που τόσο πολύ μπήκαν στη ζωή μας και στο καθημερινή μας κουβέντα τα τελευταία χρόνια, είναι θεμελιωμένα στην κλασική αρχαιότητα.
Κάποτε, αγαπητοί μου, εκεί στον 6ο και τον 5ο αιώνα προ Χριστού, στα παράλια της Μικράς Ασίας αρχικά, στην πολυφίλητη Ιωνία, κι αργότερα στην Αθήνα, έγινε μια πνευματική - πολιτιστική επανάσταση. Είναι η πιο συγκλονιστική, πιο βαθιά κι η πιο ριζοσπαστική επανάσταση όλων των εποχών. Και να ακόμα δεν δεχθούμε όλα όσα είπαν, κι ακόμα αμφισβητήσουμε τις θεωρίες και τις ιδέες τους, ένα δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανένας: ότι εκείνοι οι άνθρωποι, ο πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι, ποιητές, ιστορικοί, έθεσαν ερωτήματα που πρώτη φορά τολμούσε ο άνθρωπος να θέσει. Τι είμαι ο θεός, τι είναι ο άνθρωπος, τι είναι η φύση, η δημιουργία, ή δικαιοσύνη, το άδικο, η αρετή, η πολιτική. Τι είναι ο πόλεμος, τι είναι η τέχνη, τι είναι η επιστήμη, τι είναι ο ανθρώπινος νους. Ερωτήματα στα οποία έδωσαν απαντήσεις με τη λογική τους, με τα ανθρώπινα μέτρα, εγκαταλείποντας για πρώτη φορά τη μακαριότητα της μυθολογικής και θρησκευτικής ερμηνείας.
Κι αν ακόμα κάποιες ή πολλές από τις απαντήσεις τους δεν ισχύουν σήμερα, όμως πολλά από τα ερωτήματα που έθεσαν, ακόμα απασχολούν ή βασανίζουν τον άνθρωπο. Κι από τότε κάθε γενιά και κάθε πολιτισμός δίνουν τη δική του απάντηση.
Όποτε ερχόταν μια νέα γενιά, κι έθετε από την αρχή τα ερωτήματα αυτά, άρχιζε από τους αρχαίους. Ακόμα και σήμερα, όταν για παράδειγμα ή επιστήμη προχωρούσε στην θεωρία του ατόμου και τη διάσπαση του, οι επιστήμονες του 20ου αιώνα πήγαν πολλούς αιώνες πριν και ξεκίνησαν από τον Έλληνα Δημόκριτο, που ήταν ο πρώτος που διερωτήθηκε και διατύπωσε τα βασικά στοιχεία της θεωρίας αυτής. Η απάντηση στα ερωτήματά του ήρθε αιώνες μετά, όμως ο πρωτοπόρος ήταν εκείνος.
Και στην πολιτική, σε όλες τις εποχές, με αρχή από την Ελληνιστική περίοδο και τη Ρώμη, τα μεγάλα ερωτήματα και οι πρώτες απαντήσεις, βρίσκονται στους αρχαίους, τους τραγικούς και τον Θουκυδίδη. Κάθε φορά που συνέβαινε ένα αιματηρός και άγριος πόλεμος, ανατρέχανε οι πολιτικοί και οι ιστορικοί, στον Ευριπίδη και τον Θουκυδίδη για να βρούνε τα πρώτα στοιχεία, τα πρώτα ερωτήματα και τις πρώτες απαντήσεις.
Και θα ακούσουν το Θουκυδίδη να λέει, πως η ιστορία του δεν έχει σκοπό να τέρψει, να ευχαριστήσει, σαν ένα πρόσκαιρο ανάγνωσμα (σαν ένα τηλεοπτικό σίριαλ να πούμε), αλλά έχει σκοπό να προβληματίσει, να διδάξει, όχι μόνο τους συγχρόνους του αλλά και τις γενιές που θα έρθουν. Ήταν λέει το έργο τους ένα κτήμα ες αεί. Κι όποιος θέλει, γράφει « όσοι δε βουλήσονται των τε γενομένων το σαφές σκοπείν και των μελλόντων ποτέ αυθις κατά το ανθρώπινον τοιούτων και παραπλησίων έσεσθαι, ωφέλιμα κρίνειν αυτά αρκούντων έξει» Αλλά όσοι θελήσουν να γνωρίσουν με καθαρότητα και πληρότητα όσα συνέβησαν, αλλά και τα οποία θα γίνουν όμοια ή παραπλήσια στο μέλλον εφ΄ όσον η ανθρώπινη φύση μένει η ίδια, αυτά που γράφω θα τα κρίνουν ως ωφέλημα» . Κι είχε δίκαιο.
Ακόμα και πρόσφατα, όταν μαινόταν ο αιματηρός εμφύλιος πόλεμος εκεί στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, γνωστοί σύγχρονοι πολιτικοί αναλυτές, όχι φιλόλογοι ή δάσκαλοι, παρέπεμπαν μέσω παγκόσμια γνωστών εφημερίδων όπως οι Τάϊμς και η Μόντ, στον Θουκυδίδη και στα Κερκυραϊκά του, όπου πρώτη φορά ανέλυε τα συμβαίνοντα σε ένα εμφύλιο πόλεμο, όχι ως απλό ιστορικό γεγονός, αλλά κάμνοντας και μια τομή στην ανθρώπινη, πολιτική συμπεριφορά, και την απέδιδε όχι σε θεούς και δαίμονες, αλλά στην ανθρώπινη φύση, στον άνθρωπο. Και εφ΄ όσον αυτή η φύση, έγραφε μένει η ίδια, τα ίδια ή παρόμοια θα συμβαίνουν πάντοτε. Και δυστυχώς επαληθεύτηκε η πρόβλεψή του. Τα ίδια βλέπουμε να συμβαίνουν και σήμερα, αιώνες μετά.
Ερωτήματα λοιπόν, κυρίως έθεσαν οι αρχαίοι. Και πέρασαν αιώνες για να δοθεί μια απάντηση. Και στα περισσότερα δεν έχει ακόμα δοθεί ολοκληρωμένη κι από όλους αποδεχτή απάντηση. Ακόμα και σε απλά, όπως φαίνονται ερωτήματα, όπως τι είναι τέχνη, γιατί καταφεύγει στην τέχνη ο άνθρωπος και σε τι αποβλέπει η τέχνη.
Αν είναι μια ωφέλεια από την μελέτη των αρχαίων, που κανένας δεν αμφισβητεί είναι αυτή: να οδηγεί τον αναγνώστη να ερωτά, να αμφισβητεί. Κι η ερώτηση και αμφισβήτηση είναι το θεμέλιο της γνώσεις και του πολιτισμού. Αν η ανθρωπότητα προόδευσε, αν η επιστήμη κι η τέχνη πήγαν μπροστά, είναι γιατί υπήρξαν φωτεινά πνεύματα που τόλμησαν να αμφισβητήσουν και να ερωτήσουν. Και τέτοια φωτεινά πνεύματα ήσαν οι αρχαίοι συγγραφείς.
Μίλησα προηγουμένως για την Ευρώπη και τα θεμέλιά της στην κλασική αρχαιότητα. Κι αυτό είναι αλήθεια αναμφισβήτητη. Όταν η Ευρώπη ξυπνούσε από τον σκοτεινό Μεσαίωνα κι αναζητούσε στηρίγματα για να οικοδομήσει τη νέα κοινωνία που γεννιόταν, ανέτρεξε στους κλασικούς συγγραφείς. Και δημιουργήθηκε το κίνημα του διαφωτισμού και ανθρωπισμού. Τα ανθρωπιστικά γράμματα, όπως ονομάστηκαν οι αρχαίοι συγγραφείς, βγήκαν από τις βιβλιοθήκες των μοναστηριών κυρίως, όπου βρίσκονταν κι ήταν κτήμα των ολίγων, μιας ορισμένης τάξης και για ορισμένους σκοπούς, και έγιναν κτήμα των πολλών.
Από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν τα έργα της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, άρχισαν ένα μακρύ ταξίδι που ακόμα συνεχίζεται. Άρχισαν μια ζωή που ακόμα υπάρχει και εξελίσσεται.
Ταξίδεψαν πρώτα εδώ στην περιοχή μας, στην ανατολική μεσόγειο. Μετά πήγαν στα βάθη της Ασίας με τον Μεγαλέξανδρο. Κι ύστερα στη Ρώμη, με τη Ρωμαϊκή κατάκτηση πόλεων και τόπων όπου εφυλάσσοντο τα αρχαία χειρόγραφα. Ένας τέτοιος τόπο ήταν βέβαια η Αθήνα αλλά και κέντρα του Ελληνισμού της περιφέρειας, όπως η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, με την περίφημη βιβλιοθήκη της. Και βρήκαν εκεί στη Ρώμη οι αρχαίοι Έλληνες φανατικούς αναγνώστες και μιμητές. Ο Όμηρος και η Σαπφώ, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, έγιναν ανάγνωσμα στα σχολεία, θέμα συζήτησης στις φιλοσοφικές σχολές, αντικείμενο μελέτης από φωτεινά πνεύματα όπως ο Βιργίλιος και ο Κικέρων. Τέτοια ήταν η επίδραση των αρχαίων Ελληνικών Γραμμάτων και της τέχνης, ώστε έκαμα τους Ρωμαίους να παραδεχθούν: Graecia capta, ferum victorem coepit et artes intulit agresti Latio…”.
Ήταν η πιο μεγάλη κι η πιο σημαντική πολιτιστική κατάκτηση του ελληνικού πνεύματος. Κι από αυτή την συνάντησή του με το Λατινικό πνεύμα, γεννήθηκε ο Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός, που είναι εν πολλοίς μίμηση του αρχαίου Ελληνικού. Το Όμηρο έχει πρότυπό του και μιμείται, ο Βιργίλιος, τον Δημοσθένη ο Κικέρωνας, τον Ευριπίδη ο Σενέκας.
Με την άλωση της πόλης έχουμε τη μεγάλη φυγή των Ελλήνων λογίων που πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Μαζί τους πήραν ακριβό φορτίο τους αρχαίους Έλληνες. Είναι αυτό το γεγονός που περιγράφει ο Κωστής Παλαμάς στον Δωδεκάλογο του Γύφτου:

«Τ’ είναι τα δεφτέρια που κρατάτε
τα περγαμηνά,
σεβαστά κοπάδια που τραβάτε
σα διωγμένα από κακοκαιριά;
Και σε τούτα τα βιβλία,
και στα μνήματα όλ’ αυτά,
ποιά διαμάντια, ποιά σοφία,
ποιοί νεκροί, ποιά κόκκαλα ιερά;»
Κάτι σάλεψε, κυμάτισαν τα πλήθη,
ξέσπασε φωνή και μου αποκρίθη:
«Είν’ εδώ κλειστοί μες στα κιβούρια,
μες στα τυλιγάδια είναι κρυμμένοι,
–για νεκρούς η πλάση ας μην τους κλαίει!–
ω οι πηγές οι αθόλωτες της Σκέψης,
οι ασυγνέφιαστοι της Τέχνης ουρανοί,
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι.
Κι είναι της Αλήθειας οι διδάχοι,
της ακέριας Ομορφάδας οι πιστοί,
γέροι, απείραχτοι, όλο νέοι,
και ήλιοι που σου δίνονται να τους χαρείς
πάντα μες στο δρόσος κάποιου Απρίλη
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι.
Από τους γιαλούς της Ιωνίας
κι από της Αθήνας τον αέρα
που όλα πνέματα τα κάνει καθώς πνέει,
κι από της Ελλάδας τ’ αγνά χώματα,
η Σοφία, ο Λόγος, ο Ρυθμός
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι.
Κι είναι οι Πλάτωνες, και πίσω τους,
της Ιδέας ήρωες, οι φιλόσοφοι,
κι η Αρετή μ’ αυτούς «η λεβεντιά είμαι!» λέει
κι είναι οι 'Ομηροι, και πίσω τους
όλοι οι ψάλτες και των Όλυμπων οι πλάστες
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι.
Τη στερνή πατρίδα τους την παρατάν
από φύσημα διωγμένοι ορμητικότατο, γύφτοι γίνονται κι Εβραίοι,
όμως πάντα, κι ερμοσπίτες, νικητές
και του κόσμου γίνονται πολίτες,
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι!»
( Από τον Ε΄ Λόγο…)
Έτσι λοιπόν άρχισε, βοηθούσης και της ανακάλυψης της τυπογραφίας, μια πυρετώδης έκδοση των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Πρώτος και πρωτοπόρος ο Ιταλός Άλδος Μανούτιος εξέδωσε το 1495 (δύο χρόνια μετά την άλωση) τον πρώτον τόμο με έργα του Αριστοτέλη. Ήταν η αρχή για ακολουθήσουν και από τον ίδιο αλλά και από άλλους εκδότες στην Ιταλία στην αρχή και μετά στην υπόλοιπη Ευρώπη μια ατέλειωτη σειρά εκδόσεων. Τρεις αιώνες μετά τον Άλδο Μανούτιο, ο Αδαμάντιος Κοραής, εγκατεστημένος στο Παρίσι, πίστεψε πως απαραίτητη προϋπόθεση για να αναστηθεί ξανά ο υπόδουλος Ελληνισμός, ήταν η μελέτη των αρχαίων. Και εκδίδει την «Ελληνική βιβλιοθήκη» με 17 τόμους με έργα αρχαίων Ελλήνων. Πίστεψε ο Κοραής ότι έπρεπε αυτοί, τα έργα τους και οι ιδέες τους, να γίνουν κτήμα του λαού. Γι αυτό θα έπρεπε να γίνουν απλές εκδόσεις, με εισαγωγικά σημειώματα, με βοηθητικές σημειώσεις και ερμηνευτικά σχόλια, αλλά κυρίως με κατανοητές μεταφράσεις, που να βοηθούν, τον απλό άνθρωπο να κατανοήσει και ερμηνεύσει τα αρχαία κείμενα.
Κι αυτό μας φέρνει στην έκδοση του εκδοτικού οίκου Κάκτος: «Αρχαία Ελληνική Γραμματεία «Οι Έλληνες», που είναι και ο λόγος που μαζευτήκαμε απόψε εδώ.
Συνεχίζοντας λοιπόν μια μακρά παράδοση εκδόσεως αρχαίων συγγραφέων που αρχίζει με την Αναγέννηση, ο Οδυσσέας Χατζόπουλος άρχισε το 1991 την κυκλοφορία αυτής της μεγάλης σειράς. Κι έβαλε στόχο να εκδώσει όλα τα έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων σε 2500 τόμους, όπως υπολόγισε. Όταν άρχισε αυτή την έκδοση πολλοί τον είπαν τρελό. Κι ακόμα και σήμερα έτσι τον λένε, όπως διάβαζα τελευταίως σε ένα άρθρο σε Αθηναϊκή εφημερίδα που είχε τίτλο ένας τρελός εκδότης.
Και κατάφερε ο Χατζόπουλος σ’ αυτά τα 15 χρόνια να κάνει κτήμα του λαού, του απλού αναγνώστη, τα κτήματα ες αεί των αρχαίων. Και στη σειρά αυτή εκδόθηκαν όχι τα λίγα , τα γνωστά κείμενα που για δεκαετίες κυκλοφορούν στα σχολεία κυρίως και στα πανεπιστήμια. Αλλά εκδόθηκαν κείμενα που για πρώτη φορά είχαν προορισμό τον απλό αναγνώστη και που ήταν ακόμα άγνωστα και στους ειδικούς επιστήμονες. Για παράδειγμα εκδόθηκαν 45 τόμοι με έργα του Αριστοτέλη, του οποίου και για μας τους φιλόλογους ήταν γνωστά πέντε ή έξη. Εκδόθηκαν συγγραφείς, όχι μόνο μη ειδικοί, αλλά και φιλόλογοι πρώτη φορά άκουγαν ή πρώτη φορά τα έβλεπαν. Όπως ο Διόφαντος, ο Ευνάπιος, ο Χαρίτων. Αλλά και γνωστών συγγραφέων, κάποια έργα για πρώτη φορά κυκλοφορούσαν ευρέως, όπως το περίφημο κι άγνωστο και σε μας ΟΡΓΑΝΟΝ του Αριστοτέλους.
Έναν άθλο λοιπόν επετέλεσε ο τρελός εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος. Κι αυτός ο άθλος είναι από σήμερα βατός στους δημότες της Μέσα Γειτονιάς, και όχι μόνο, γιατί εύχομαι και πιστεύω θα ανηφορίζουν κατά δω και δημότες άλλων δήμων, όπως του Δήμου Λεμεσού, που ματαίως σήμερα αναζητούν στη δημοτική βιβλιοθήκη της πόλεως τη σειρά του Κάκτου, εκτός από μερικούς τόπους. Και νομίζω πως ίσως θα είναι η μόνη δημοτική βιβλιοθήκη παγκυπρίως που θα έχει αυτή την πλήρη σειρά. Μπορείς να είσαι υπερήφανος φίλε και μαθητά Χρήστο Μέση.
Πιστεύω πως θα είναι πολλοί, αλλά έστω και λίγοι να είναι, οι δημότες, που θα φεύγουν από δω με να τόμο του Αισχύλου, του Πλάτωνα ή του Θουκυδίδης στα χέρια τους. Και να ξέρουν πώς μαζί με αυτούς, όλα τα φωτεινά πνεύματα της ανθρωπότητας, όπως ένα Βολταίρος, ένας Ρουσώ, ένας Αϊνστάιν, ένας Μαρξ, ένας Ελευθέριος Βενιζέλος (Θουκυδίδης), πέρασαν ώρες και ώρες σε μια πνευματική συντροφιά και ΄σε ένα βαθύ διάλογο με αυτά τα κείμενα.
Και πρέπει να είναι υπερήφανοι και οι άνθρωποι της ΣΠΕ Μέσα Γειτονιάς για την θαυμάσια χειρονομία τους. Και εκ μέρους όλων σας, αλλά κυρίως εκ μέρους ημών, κάποιων αδιόρθωτων παλιών φιλολόγων, παλιών δασκάλων, κι αμετανοήτων θαυμαστών των αρχαίων συγγραφέων, τους συγχαρώ και τους ευχαριστώ.
Και με όλη τη δύναμη του διαθέτω και με πάσαν ειλικρίνεια να τους πω ότι πολύ λίγες φορές στη ζωή μου βρέθηκα σε ένα πιο ταιριαστό εορτασμό της ημέρας των γραμμάτων.
Σας ευχαριστώ. Να είστε καλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου